- στρούγγα
- και στρούγκα, η, Ν1. μαντρί, στάνη2. συνεκδ. ποίμνιο, κοπάδι3. μτφ. (σκωπτικά) σύνολο οπαδών που ακολουθούν τυφλά και υποτακτικά τον αρχηγό τους4. «μπήκε [ή κλείστηκε] στη στρούγγα»μτφ. υποτάχθηκε τυφλά στα άνωθεν κελεύσματα μαζί με τους άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαχ. strunga].
Dictionary of Greek. 2013.